ομολογος

ομολογος
    ὁμόλογος
    ὁμό-λογος
    2
    1) соглашающийся, согласный
    

(ὁ. γενέσθαι τινὴ περί τινος Xen.)

    2) признанный, установленный Sext.
    

ἐξ ὁμολόγου Polyb. — в силу соглашения или по общему признанию

    3) согласующийся, соответствующий
    

(τινι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ομολογος" в других словарях:

  • ὁμόλογος — agreeing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες με κάποιον άλλο. 2. αυτός που έχει κοινά στοιχεία, γνωρίσματα, ιδιότητες με κάποιον άλλο, αλλ. αντίστοιχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμολόγως — ὁμόλογος agreeing adverbial ὁμόλογος agreeing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόλογον — ὁμόλογος agreeing masc/fem acc sg ὁμόλογος agreeing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολόγοις — ὁμόλογος agreeing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολόγου — ὁμόλογος agreeing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολόγους — ὁμόλογος agreeing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολόγων — ὁμόλογος agreeing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολόγῳ — ὁμόλογος agreeing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόλογα — ὁμόλογος agreeing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»